πολυμνήστευτος

πολυμνήστευτος
πολυ-μνήστευτος, ον,
A much-wooed, Plu.2.766d, CG4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυμνήστευτος — ον, Α (για γυναίκα) αυτή που θέλουν να τήν παντρευθούν πολλοί μνηστήρες, περιζήτητη («περιμάχητον ούσαν καὶ πολυμνήστευτον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνηστευτός (< μνηστεύω), πρβλ. α μνήστευτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυμνήστευτον — πολυμνήστευτος much wooed masc/fem acc sg πολυμνήστευτος much wooed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”